σφηνώ

σφηνώ
-όω, ΜΑ
βλ. σφηνώνω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σφηνῶ — σφηνόω shape like a wedge pres subj act 1st sg σφηνόω shape like a wedge pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφηνώνω — σφηνῶ, όω, ΝΜΑ [σφήν, ηνός] μπήγω σφήνα, στερεώνω με σφήνα νεοελλ. 1. παρεμβάλλω κάτι σφιχτά μεταξύ άλλων 2. (αμτβ.) α) κλείνω ερμητικά («το παράθυρο σφήνωσε από την υγρασία») β) παθαίνω εμπλοκή («το έμβολο σφήνωσε και δεν βγαίνει») μσν. αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ενσφηνώνω — και ενσφηνώ, όω (AM ἐνσφηνῶ) [σφηνώ] σφηνώνω κάτι, μπήγω σαν σφήνα μέσα ή επάνω σε κάτι …   Dictionary of Greek

  • σφήνωση — η / σφήνωσις, ώσεως, ΝΜΑ [σφηνῶ, ώνω] το σφήνωμα νεοελλ. στρ. η προσαρμογή τών βλημάτων στον σωλήνα τού πυροβόλου, καθώς και τών βολίδων στη θαλάμη τής κάννης τών τυφεκίων, πυροβόλων και πιστολιών αρχ. 1. απόκλειση, απόφραξη («διάτασιν καὶ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”